Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλησίου — φιλήσιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλήσια — τὰ, Α [Φιλήσιος] 1. (ενν. ἱερὰ) εορτή προς τιμήν τού Φιλησίου Απόλλωνος 2. (κατά τον Ησύχ.) «φιλοτήσια, προσφιλῆ»· … Dictionary of Greek